- θρῃσκεύεται
- θρησκεύωperform religious observancespres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρησκεύεται — θρησκεύω perform religious observances pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθρήσκευτος — η, ο (Μ ἀθρήσκευτος, ον) [θρησκεύω] αυτός που δεν θρησκεύεται, δεν πρεσβεύει κάποια θρησκεία, ο άθρησκος … Dictionary of Greek